- ἀγλαοποιέω
- ἀγλαο-ποιέω,A make famous, Hermap. ap. Amm.Marc.17.4.19.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αγλαοποιέω — ἀγλαοποιέω (Α) κάνω κάποιον ένδοξο, λαμπρύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀγλαοποιός < ἀγλαός + ποιῶ] … Dictionary of Greek